- κηδεύω
- (ΑΜ κηδεύω) [κήδος]κάνω κηδεία, ενταφιάζω, θάβω (α. «θα τόν κηδέψουν αύριο στις πέντε το απόγευμα» β. «ἀλλ' ἐν ξένησι χερσι κηδευθεὶς τάλας», Σοφ.)μσν.1. νοιάζομαι, ευσπλαχνίζομαι κάποιον2. προσέχω, φυλάγομαιμσν.-αρχ.φροντίζω, περιποιούμαι, υπηρετώ («κηδεύειν πόλιν», Σοφ.)αρχ.1. συνάπτω γάμο (α. «ὡς τὸ κηδεῡσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ», Αισχύλ. β. «κηδεύσας καλοῑς γαμβροῑσι χαίρων σῴζεται πικρὸν λέχος», Ευρ.)2. γίνομαι γαμπρός κάποιου3. κάνω κάποιον συγγενή μου με γάμο («πότερα κηδεύσων τινά ἢ ξυγγενὴς ὤν, ἢ τίν' αἰτίαν ἔχων», Ευρ.)4. παθ. κηδεύομαιδιατελώ υπό κηδεμονία5. (πληθ. αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) οἱ κηδεύσαντεςαυτοί που συνήψαν τον γάμο6. φρ. α) «κηδεύω λέχος» — νυμφεύομαιβ) «κηδεύω τὴν θυγατέρα τινί» — δίνω την κόρη μου σε κάποιον για γάμο.
Dictionary of Greek. 2013.